ΟΜΑΔΑ ΖΗΤΑ βετεράνοι ➤ Γιαγιά 93 ετών, μερικώς αυτοεξυπηρετούμενη.
Μένει μόνη της εδώ και χρόνια. Το σπίτι της, κάπου στα δαιδαλώδη στενά της εμβληματικής χώρας.
Ο άντρας της, ταξιδευτής, έφυγε από προστάτη στα 75, όπως μου είπε η ίδια αργότερα «ταξίδευε και δεν πήγε στους γιατρούς».
Η κυρα-γιαγιά είχε να δώσει σημεία ζωής από την Κυριακή. Ο γιος της ,ζει Αθήνα, καλεί την αστυνομία, η οποία παραβιάζει την πόρτα του σπιτιού της και την βρίσκει στο πάτωμα, απόγευμα Δευτέρας.
Βρισκόταν εκεί χάμω από το πρωί , δίχως φαγητό , δίχως νερό, έχοντας κάνει την ανάγκης της εκεί καταχαμα, δίχως βοήθεια και δίχως τον τρόπο να ενημερώσει κάποιον.
Η κυρία ,αλλοδαπή που την φροντίζει περιστασιακά και την κατεβάζει στο λιμάνι για ψώνια-τράπεζα, πέρνει «7 ευρώ την ώρα για να μου κρατά το χέρι», όπως ειπε η κυρα-γιαγιά, ήταν κρυωμένη. Απέφυγε να δει την κυρα-γιαγιά.
Την συνάντησα όταν ήδη βρισκόταν στα επείγοντα του ιατρείου, παγωμένη, με το περιποιημένο κατά τα αλλά νυχτικό της,νοτισμένο από τα δικά της ούρα, να διαμαρτύρεται για τον πόνο της εντόνως, ξαπλωμένη στο φορείο.
“Τι κανείς κουκλάκι μου, την ρωτάω;» κοιτώντας της στα μάτια, ζωντανά μάτια, πλασμένα από τις εμπειρίες της ζωής της.
Διακόπτει ξαφνικά τον θρήνο και μου απαντά με το πιο όμορφο χαμόγελο, σαν 16-χρόνη έφηβη «έσυ που είσαι γιατρέ μου;!»
Γιαγιά εκπληκτικής μνήμης και αμνησίας μαζί. Με όλες τις δυσκολίες της στιγμής και ενώ προσπαθώ να την φροντίσω, μου εκμυστηρεύεται την ιστορία της, που είχε σαν συνέπεια την απώλεια της ακοής. -καθώς εγώ βλακωδώς της παίζω δυο-τρεις ρυθμούς στο γιουκαλίλι-
Ξαφνικά η κυρα-γιαγιά, ανάμεσα στα αχ και στα βάχ, με κοιτά με περιπαιχτικό βλέμμα και ειρωνικό -μάλλον- τόνο στη φωνή της, με ρωτά «γιατί φοράς μάσκα; Φοβάσαι τον κολιό;!».
Ανταπόδωσα το χαμόγελο των ματιών, δεν έβλεπε το πρόσωπο μου λόγω της μάσκας, και της απάντησα « όχι καλή μου, φορώ τη μάσκα για να προστατέψω εσένα».
Ύστερα από λίγη ώρα και για καλή της τύχη η κυρα γιαγιά έτοιμη για το σπίτι.
Δίχως κατάγματα, ελάχιστους πόνους, φρεσκοπλυμένη, μύριζε πράσινο σαπούνι πια και το απολάμβανε, δίχως φόβους, με καλοδιάθεση και ομορφοντυμένη με τις ιατρικές ποδιές.
Έλα όμως που η κυρα-γιαγιά έχασε την ελάχιστη αυτόεξυπηρέτηση που είχε.
Χρειάστηκε κάποιος να την φροντίσει στο σπίτι για λίγα 24-ώρα. Όχι πράγματα πολλά.
Λίγη συντροφιά , καμία σούπα, ένα τσάι, τι ανάγκες έχει ένας άνθρωπος στα χρόνια της;
Δυστυχώς, δεν βρέθηκε κανείς να σταθεί. Άλλωστε δεν ήθελε και η ίδια.
«Δεν θέλω κανέναν, μπορώ μόνη μου!». Έτσι και ξέμεινε στο ιατρείο. Έτσι και έμεινα παρέα της , δίχως άλλο.
Η νύχτα πέρασε δύσκολα, ζάλη και εμετός, μερικά διαλείμματα ύπνου τα οποία διεκόπησαν αρκετές φορές από ένα αίσθημα τρόμου. Τότε ήταν που η κυρα-γιαγιά επικαλέστηκε πολλές φορές την Κυρα-μάνα. «Παναγία μου, βοηθά με!» με βαθειά και γρήγορη ανάσα, σαν ένα γέρικο αγρίμι να φώναζε από τα στήθη της.
Για πρωινό ζήτησε δειλά «ζεστό γάλα με κορν φλεικς και μελι». «Τρώω και μια μπανάνα στις 11» ειπε σαν απίθωσα το πιάτο με το γάλα-κορν-φλεικς-μελι μπροστά της -ύστερα από λίγη ώρα.
Πάω για μπανάνες τώρα και ύστερα οδεύω προς τους εγκαταλλελημένους δικούς μου, τον γιο μου και το συντροφάκι μου.
Πριν εγκαταλείψω περνώ έξω από το δωμάτιο και της κλείνω με νόημα το μάτι.
Με θωρεί πονηρά, και λέει « Ήρθε αυτός ο κολιός;».
«Μπααα» της απαντώ, «πήγε Ιταλία και εύχομαι να σταματήσει εκεί!».
Η κυρα-γιαγιά βρίσκεται ακόμα στο ιατρείο.
Δεν ξέρω τι περιμένουμε...
Κράτος δίχως κοινωνική πρόνοια.
Άνθρωποι-ιστορίες φεύγουν μόνοι.
Πίστεψα στην Ελλάδα του ανθρωπισμού, γιαυτο και ήρθα πίσω.
Η ώρα είναι 11:00, ήρθε η ώρα της μπανάνας.
Ευχαριστώ την χρυσανθη του. που έδειξε ενδιαφέρον για την φροντίδα της κυρα-γιαγιάς.
Ευχαριστώ τα παιδιά από την πολιτική προστασία Antonis-eva Chatzigeorgiou Giannis Limbaios τον Ακή , τον Κώστα από την αστυνομία για την βοήθεια και νυχτερινή παρέα, καθώς και τον δήμαρχο για τα σουβλάκια.
Ευχαριστώ τονΜάνος Χαρακόπουλος, που με βοήθησε να πλύνουμε την γιαγιά όπως της έπρεπε.
* όπου κολιός βάλε κορωνοϊο 😉
Σέριφος.....
Πηγή ➤ Αθανάσιος Κονταρις Ιατρός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου